καλοβράζω

καλοβράζω
1. μετ. разваривать, хорошо, достаточно варить;
2. αμετ. 1) развариваться, увариваться; 2) вариться быстро

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καλοβράζω" в других словарях:

  • καλοβράζω — 1. βράζω κάτι εντελώς («είναι καλοβρασμένο το κρέας») 2. βράζω εύκολα, είμαι βραστερός …   Dictionary of Greek

  • καλοβράζω — καλόβρασα, καλοβράστηκα, καλοβρασμένος, βράζω κάτι καλά: Ν αφήσεις να καλοβράσουν τα φασόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»